- μεταλλόχρους
- ους , ουν металлический (о цвете, окраске)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλόχρους — ουν βλ. μεταλλόχρωμος … Dictionary of Greek
μεταλλόχρωμος — η, ο και μεταλλόχρους, ουν αυτός που έχει μεταλλικό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + χρωμος (< χρώμα)] … Dictionary of Greek